- ὀνοκίνδιος
- ὀνο-κίνδιος, ὁ,A donkey-driver, epith. of Peisander in Eup.182 ; in Hsch. also [full] -κίνδας. -κλεία (v.l. [suff] ὀνό-κλεια), ἡ, = ἄγχουσα, Dsc.4.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ονοκίνδιος — ὀνοκίνδιος και, κατά τον Ησύχ., ὀνοκίνδας, ὁ (Α) (ως προσωνυμία τού Πεισάνδρου) ονηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κίνδαξ* «ευκίνητος»] … Dictionary of Greek
ὀνοκίνδιος — donkey driver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑνοκίνδιος — ὀνοκίνδιος , ὀνοκίνδιος donkey driver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοκίνδιοι — ὀνοκίνδιος donkey driver masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοκίνδιον — ὀνοκίνδιος donkey driver masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… … Dictionary of Greek